- θέση
- Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα.
(Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και ονομάζεται άρση. Ανάλογα με την ποικιλία του ρυθμού είναι δυνατό να υπάρχουν δύο ή περισσότερες θ. και ανάλογες άρσεις. Στον μετρικό δάκτυλο (–υυ) θ. είναι η πρώτη μακρά συλλαβή και άρση οι δύο βραχείες. Η ονομασία της άρσης και της θ., πιθανόν προήλθε από το ανέβασμα και το κατέβασμα των χεριών του διευθυντή του χορού. Στη μουσική, ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως στην αρμονία, όπου υπάρχουν δυο ειδών θ.: η συνεπτυγμένη και η ανεπτυγμένη. Η συνεπτυγμένη θ. υπάρχει όταν οι οξύτερες φωνές (σοπράνο, κοντράλτο, τενόρο), τοποθετούνται με τέτοιον τρόπο, ώστε η απόσταση μεταξύ σοπράνο και τενόρο, να μην υπερβαίνει το διάστημα μιας ογδόης. Η ανεπτυγμένη θ. υπάρχει όταν συμβαίνει το αντίθετο, όταν δηλαδή η απόσταση μεταξύ σοπράνο και τενόρο είναι μεγαλύτερη από το διάστημα μιας ογδόης. Επίσης, στην τεχνική της τοποθέτησης των δαχτύλων στο βιολί, υπάρχουν πολλές θ. (τοποθετήσεις), όπως η πρώτη, δεύτερη, τρίτη κλπ.
(Ψυχολ.) Όταν εκφράζεται μια κρίση, ευνοϊκή ή δυσμενής, για πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις, πολύ σπάνια μπορεί να είναι αντικειμενική. Στην πραγματικότητα, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη θ. που υιοθετείται απέναντι στο αντικείμενο το οποίο αφορά η εκάστοτε κρίση. Η θ., της οποίας οι βάσεις είναι κυρίως συναισθηματικές, οδηγεί σε μια υποκειμενική και όχι αντικειμενική θεώρηση πραγμάτων. Όταν, για παράδειγμα, αισθανόμαστε αντιπάθεια για ένα πρόσωπο, υιοθετούμε αυτόματα μια θ. που μας ωθεί σε υποκειμενική αξιολόγηση: αυτό θα μας οδηγήσει στο να παραγκωνίσουμε τα θετικά στοιχεία και να τονίσουμε τα αρνητικά.
Οι διάφορες θ. αποκτούνται κατά τη διάρκεια της ζωής και οφείλονται σε πάρα πολλούς παράγοντες: επηρεάζονται τόσο από τις προσωπικές εμπειρίες του κάθε ατόμου, όσο και από την ομάδα στην οποία ανήκει, από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, από το μορφωτικό επίπεδο κ.ά.
Πρακτικά, ο αριθμός των θ. είναι απεριόριστος: από τις θ. απέναντι στις τροφές (η θ., για παράδειγμα, των δυτικών λαών σε ό,τι αφορά τις ακρίδες) έως τη θ. απέναντι στο φύλο (η γνωστή θ. που θεωρεί τις γυναίκες λιγότερο ευφυείς από τους άντρες) και έως τις θ. τις σχετικές με την πολιτική, τη θρησκεία, τον τόπο καταγωγής (σε πολλές χώρες η θ. των βόρειων απέναντι στους νότιους και αντίστροφα), σχετικά με τη φυλή.
Μεταξύ των θ. συγκαταλέγονται και οι δοξασίες, οι προλήψεις, οι τύποι των σχέσεων, τα κοινωνικά στερεότυπα, που προέρχονται από εκτιμήσεις σε αυθαίρετες γενικεύσεις, οι οποίες παραγνωρίζουν κάθε λογική διεργασία και αναγκαιότητα.
Οι θ., ατομικές ή κοινωνικές, επηρεάζουν κατά τρόπο συχνά αποφασιστικό τη συμπεριφορά του ατόμου και της κοινότητας, με συνέπειες ενίοτε δραματικές· χαρακτηριστικά είναι, για παράδειγμα, τα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Στο βιολί, η τεχνική τοποθέτησης των δαχτύλων έχει θέσεις (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (ΑΜ θέσις)1. η τοποθέτηση («εἰς πλίνθων καὶ λίθων θέσιν», Πλάτ.)2. κατάταξη, τακτοποίηση3. ίδρυση, σύσταση («ἐκλέξασθαι δὲ καὶ Ἑλλάδος τὸν ἐπιφανέστατον τόπον εἰς αγώνων θέσιν», Διόδ.)4. τοποθεσία (α. «το σπίτι μας είναι σε πολύ καλή θέση» β. «πόλις... αὐτάρκη θέσιν κειμένη», Ιπποκρ.)5. (στη μουσική και μετρική) η μακρά συλλαβή τού μετρικού ποδός και το πρώτο μέρος τού μουσικού μέτρου6. φρ. «θέσει μακρό φωνήεν» ή «θέσει μακρά συλλαβή» — βραχύ φωνήεν το οποίο ακολουθείται από δύο ή περισσότερα σύμφωνα και εκτείνεται στην προσωδίανεοελλ.1. ο τόπος στον οποίο τίθεται κάτι («κάθε πράγμα στη θέση του»)2. (για μέσα συγκοινωνίας, θέατρα κ.λπ.) κάθισμα για ένα άτομο («δεν βρήκα θέση στο λεωφορείο»)3. (για πλοία, σιδηροδρόμους κ.λπ.) κατηγορία διαμερισμάτων τα οποία προορίζονται για τους επιβάτες ανάλογα με την τιμή που πληρώνουν («έκοψα δύο εισιτήρια δεύτερης θέσης»)4. αντίληψη, γνώμη για κάποιο ζήτημα («ποτέ δεν παίρνει θέση στις συζητήσεις» — ποτέ δεν λέει τη γνώμη του)5. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος («χειροτέρεψε η θέση του»)6. η ικανότητα για κάτι («δεν είμαι σε θέση να σε εξυπηρετήσω»)7. υπηρεσία, λειτούργημα («θέση καθηγητή»)8. διατριβή που υποβάλλεται για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου ή για διορισμό καθηγητή ή υφηγητή9. φρ. α) «δεν έχει θέση εδώ»i) δεν είναι δεκτόςii) είναι θέμα άσχετο με την υπόθεσηβ) «πρακτικές θέσεις» — ζητήματα με μερικό ενδιαφέρονγ) «θεωρητικές θέσεις» — απόψεις θεωρητικού χαρακτήρα10. παροιμ. «αν κάθεσαι στη θέση σου κανείς δεν σέ σηκώνει» — δεν ενοχλεί κανείς αυτούς που δεν αναμιγνύονται σε ξένες υποθέσεις ή δεν επιχειρούν πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τουςμσν.1. κατεύθυνση2. πρόθεση, σκέψη3. μέρος τής οπλής τού ίππουμσν.-αρχ.υιοθεσίααρχ.1. η κατάθεση («θέσεως καὶ ἀναιρέσεως ὅπλων», Πλάτ.)2. η κατάθεση χρημάτων πριν από τη δίκη3. η προπληρωμή χρημάτων ως εγγύηση για αγορά κάποιου πράγματος4. η πολιτογράφηση5. (φιλοσ.) ζήτημα που τίθεται σε κάποιον για απόδειξη («καὶ περὶ τοῡ ἐχθροῡ δὲ ἡ αὐτὴ θέσις», Πλάτ.)6. αρραβώνας7. στον πληθ. αἱ θέσειςτα σημεία στίξης8. φρ. α) «ἡ θέσις τῶν νόμων» — η νομοθεσίαβ) «θέσις ὀνόματος» — ονομασίαγ) «θέσις τελών» — η επιβολή φόρων, η φορολογίαδ) (την εποχή τού Μεγάλου Αλεξάνδρου) «θέσει Ἀθηναίος» — επίτιμος Αθηναίος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θέσις (< θέ-σις) σχηματίστηκε από την ασθενή βαθμίδα τού ρ. τί-θη-μι* και συνδέεται με αρχ. ινδ. -(d)hiti-, το οποίο εμφανίζεται μόνο σε παράγωγα και σύνθετα, π.χ. apihiti- = επί-θεσις, upahiti- = υπό-θεσις. Αρχικά η λέξη δήλωνε την ενέργεια, την πράξη τού θέτω, την τοποθέτηση, αλλά αργότερα προσέλαβε πλήθος σημασιών και χρησιμοποιήθηκε ως όρος σε πολλές επιστήμες (νομική, γεωμετρία, λογική, φιλοσοφία κ.ά.). Η λ. θέσις απαντά ως β' συνθετικό αρκετών ουσιαστικών, πρβλ. ανά-θεσις, διά-θεσις, υπέρθεσις κ.ά., τα οποία όμως προέρχονται από τα αντίστοιχα ρήματα, πρβλ. ανατί-θημι, δια-τίθημι, υπερ-τίθημι κ.ά. και με τη σειρά της παρήγαγε επίθετα σε -θέσιμος, πρβλ. ανα-θέσιμος, δια-θέσιμος, υπερ-θέσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.